παθοκράτεια

παθοκράτεια
-ας N 1 0-0-0-0-2=2 4 Mc 13,5.16
mastery over passion; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παθοκράτεια — παθοκράτεια, ἡ (Α) καθυπόταξη τών παθών, εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κράτεια (< κρατής < κράτος)] …   Dictionary of Greek

  • παθοκρατορία — παθοκρατορία, ἡ (Α) παθοκράτεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κρατορία, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παθοκράτωρ (πρβλ. αυτοκρατορία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”